- εντυπώνομαι
- εντυπώνομαι, εντυπώθηκα, εντυπωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συναθλώ — συναθλῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. συναθλούμαι, έομαι αθλούμαι μαζί με άλλον μσν. αρχ. μετέχω στον ίδιο αγώνα με κάποιον, συναγωνίζομαι («μιᾷ ψυχῇ συναθλοῡντες τῇ πίστει τοῡ Εὐαγγελίου», ΚΔ) αρχ. παθ. εντυπώνομαι κάτι με πρακτική άσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek